καινούργησις

Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A new manufacture, Suid. s.v. καταβολή.

German (Pape)

[Seite 1295] ἡ, Erneuerung, Suid. καταβολή.

Greek (Liddell-Scott)

καινούργησις: -εως, ἡ, τὸ ποιεῖν τι καινουργές, ἀνανέωσις, Σουΐδ.

Greek Monolingual

καινούργησις, ἡ (Α) καινουργώ
η πράξη του καινουργώ, ανανέωση, ανακαίνιση.