Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καινουργώ

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d

Greek Monolingual

και καινουργώνω και καινουργιώνω (AM καινουργῶ, -έω, Μ και καινουργώνω και καινουργιώνω) καινουργός
1. κατασκευάζω κάτι εκ νέου
2. επιχειρώ, αρχίζω ή σχεδιάζω κάτι καινούργιο («ἢν τύχωσι περὶ τὴν ἡμέρην ταύτην τι κεκαι νουργηκότες», Ιπποκρ.)
νεοελλ.-μσν.
επαναλαμβάνω, ξαναθυμίζω, ξαναλέω κάτι
αρχ.
1. νεωτερίζω, επιφέρω κάποια μεταβολή
2. (φρ. α) «καινουργῶ λόγον» — μιλώ με ασυνήθιστα, παράδοξα λόγια
β) (η μτχ. ενεστ. ουδ. στον πληθ.) τὰ καινουργούμενα
κάθε επιχείρηση για μεταβολή ή αλλοίωση κάποιου παλαιού.