κακομεταχειρίζομαι

Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

1. μεταχειρίζομαι άσχημα κάποιον ή κάτι, φέρομαι σκληρά
2. φρ. «κακομεταχειρίζεται την αλήθεια» — διαστρεβλώνει την αλήθεια, ασεβεί προς την αλήθεια, ψεύδεται παραμορφώνοντας την πραγματικότητα.