κακοφυΐα

Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

ἡ,

   A bad natural qualities, Pl.Def.416.

German (Pape)

[Seite 1305] ἡ, schlechte Naturanlage, κακία ἐν φύσει Plat. Defin. 418.

Greek (Liddell-Scott)

κακοφυΐα: ἡ, «κακία ἐν φύσει καὶ ἁμαρτία τοῦ κατὰ φύσιν· νόσος τοῦ κατὰ φύσιν» Πλάτ. Ὅροι 416D· κακὴ αὔξησις, κ. σώματος Βυζ.

Greek Monolingual

η (Α κακοφυΐα) κακοφυής
ιατρ. κακή διάπλαση του σώματος, κακοπλασία.