και καληνύκτα (Μ καληνύχτα και καληνύκτα)1. επιφών. αποχαιρετισμού κατά τη διάρκεια της νύχτας2. ως ουσ. η καληνύχταο αποχαιρετισμός κατά τις βραδινές ώρες.[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. καλή νύχτα].