A v. κάλα-.
c. κάλαϊς.
και κάλαϊς, η (Α κάλλαϊς και κάλαϊς)πολύτιμος λίθος γλαυκοπράσινου χρώματοςνεοελλ.(ορυκτ.) ορυκτό άμορφο με χρώμα γαλάζιο ή πράσινο, κν. περουζέςαρχ.κόκορας.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καλάινος].