κάλλιππος

Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

German (Pape)

[Seite 1310] mit schönen Pferden, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κάλλιππος: -ον, ἔχων ὡραίους ἵππους, Νικηφ. Βλεμμ. Γεωγρ. Πονημάτ. σ. 4· - καλὸς ἱππεύς, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

κάλλιππος, -ον (Μ)
1. αυτός που έχει ωραίους ίππους
2. ο ικανός ιππέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -ιππος (< ἵππος), πρβλ. μελάν-ιππος, φίλ-ιππος].