καλοβάτης

Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

[βᾰ], ον, ὁ,

   A tight-rope walker, SIG847.5 (Delph.), Man.5.146; = funambulus, Gloss.

Greek Monolingual

ο (AM καλοβάτης)
αυτός που βαδίζει πάνω σε καλόβαθρο
αρχ.
αυτός που βαδίζει πάνω σε σχοινί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ακρο-βάτης, ορει-βάτης.