καλόβαθρο

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source

Greek Monolingual

το (AM καλόβαθρον)
καθένα από τα δύο ξύλινα κοντάρια τα οποία έχουν στο κάτω μέρος τους από μια μικρή βαθμίδα πάνω στην οποία πατώντας μπορεί κάποιος να περπατήσει ενώ βρίσκεται σε κάποιο ύψος πάνω από το έδαφος, αλλ. ξυλοπόδαρο
νεοελλ.
ορθοπεδικό ξύλινο σκέλος πάνω στο οποίο στηρίζεται το ακρωτηριασμένο κάτω άκρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -βαθρον (< βάθρον < βαίνω), πρβλ. μεσόβαθρον, πλατύβαθρον].