καμψίουρος

Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A bending the tail, v. σκίουρος.

German (Pape)

[Seite 1319] den Schwanz biegend, das Eichhörnchen, σκίουρος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

καμψίουρος: -ον, ὁ κάμπτων τὴν οὐράν, ἴδε σκίουρος.

Greek Monolingual

καμψίουρος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. αυτός που κάμπτει την ουρά
2. το αρσ. ως ουσ. καμψίουρος
ο σκίουρος, η βερβερίτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμψι- (< κάμπτω) + -ουρος (< οὐρά), πρβλ. θυσάν-ουρος, μακρόουρος. Σύνθ. του τ. τερψί-μβροτος].