καρδάρι

Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (Μ καρδάρι)
δοχείο για το άρμεγμα τών ζώων, μικρή καρδάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < μσν. καδ-άριον, υποκορ. του κάδος ή < λατ. quartarius (μέτρο χωρητικότητας) ή < μσν.) καλδ-άριον «θερμαντικό σκεύος» (< λατ. caldarium)].