το (Μ καρδάρι)δοχείο για το άρμεγμα τών ζώων, μικρή καρδάρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < μσν. καδ-άριον, υποκορ. του κάδος ή < λατ. quartarius (μέτρο χωρητικότητας) ή < μσν.) καλδ-άριον «θερμαντικό σκεύος» (< λατ. caldarium)].