καριδίτσα, ἡ (Μ)(με ειρωνική διάθεση) γαριδούλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < καρίς, -ίδος + υποκορ. κατάλ. -ίτσα (πρβλ. γλωσσ-ίτσα, πεταλουδ-ίτσα)].