κασιοβόρος

Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

ον,

   A eating cassia, of a worm, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰσιοβόρος: -ον, τρώγων κασίαν, ἐπὶ σκώληκος, «κασιοβόρος· ἐν κασίᾳ γινόμενος σκώληξ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κασιοβόρος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.). (για σκουλήκι) αυτός που τρώγει κασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κασία + -βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. αιμο-βόρος, ψυχο-βόρος].