κασιοβόρος

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰσιοβόρος Medium diacritics: κασιοβόρος Low diacritics: κασιοβόρος Capitals: ΚΑΣΙΟΒΟΡΟΣ
Transliteration A: kasiobóros Transliteration B: kasioboros Transliteration C: kasiovoros Beta Code: kasiobo/ros

English (LSJ)

κασιοβόρον, eating cassia, of a worm, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰσιοβόρος: -ον, τρώγων κασίαν, ἐπὶ σκώληκος, «κασιοβόρος· ἐν κασίᾳ γινόμενος σκώληξ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κασιοβόρος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.). (για σκουλήκι) αυτός που τρώγει κασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κασία + -βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. αιμοβόρος, ψυχοβόρος].