Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
τοτο να καταβρέχει κάποιος, το να μουσκεύει κάτι ολοκληρωτικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < καταβρέχω. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Αθανάσιο Σακελλάριο].