καταβρέχω
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
English (LSJ)
—Med., fut. καταβρέξομαι v.l. in Hp.Mul.2.133:—Pass., aor. 1 κατεβρέχθην Ar.Nu. 267: aor. 2 κατεβράχην [ᾰ] Thphr. CP 6.17.2:—drench, soak, steep, μὴ καταβρεχθῶ Ar. l.c.; δρῦς ἐν τῷ ὕδατι καταβρεχομένη = oak soaked in water Thphr. HP 5.4.3; σμύρνα καταβραχεῖσα μελικράτῳ Id.CPl.c.; Ἀσκληπιὸς κατέβρεξεν [τὴν Θασίαν ἄμπελον?] watered the Thasian vine, i.e. gave it its healing property, Antid.4.4: metaph., κ. τινὰ κάδοις Χίου Hedyl. ap. Ath.10.473a; μέλιτι εὐάνορα πόλιν καταβρέχων = showering with honey the city of the strong Pi.O.10(11).99; καύχημα κατάβρεχε σιγᾷ = steep boasting in silence, i.e. be silent instead of boasting, Id.I.5(4).51. inundate, PPetr.3p.108 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1341] stark benetzen; μύροις ὑπήνην Anacr. 7, 6; τινὰ κάδοις Χίου, mit Chierwein berauschen, Hedyl. Ath. XI, 473 a; μὴ καταβρεχθῶ Ar. Nub. 267; übtr., μέλιτι πόλιν, d. i. mit lieblichem Gesange preisen, Pind. Ol. 11, 103; καύχημα σιγᾷ καταβρέχειν, d. h. schweigen statt zu prahlen, I. 4, 57.
French (Bailly abrégé)
arroser, inonder.
Étymologie: κατά, βρέχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-βρέχω nat maken, besprenkelen; poët. overdr. overspoelen. Pind.
Russian (Dvoretsky)
καταβρέχω:
1 мочить, смачивать (ὑπήνην μύροις Anacr.): μὴ καταβρεχθῶ Arph. чтобы мне не промокнуть;
2 орошать (τοὺς ἀρούρας Plut.);
3 перен. погружать: καύχημα σιγᾷ κ. Pind. утопить похвальбу в молчании, т. е. молчать, а не хвастаться; μέλιτι πόλιν κ. Pind. окунать город в мед, т. е. прославлять его в сладкозвучных песнях.
English (Slater)
καταβρέχω bathe met. μέλιτι εὐάνορα πόλιν κατᾰβρέχων (O. 10.99) ἀλλ' ὅμως καύχαμα κατάβρεχε σιγᾷ (I. 5.51)
Greek Monolingual
(AM καταβρέχω)
βρέχω κάτι ολοκληρωτικά, μουσκεύω πάρα πολύ («δρῡς ἐν ὕδατι καταβρεχομένη», Θεόφρ.)
νεοελλ.
βρέχω κάτι σε όλη την επιφάνεια
αρχ.
1. (για νερό) κατακλύζω, πλυμμυρίζω
2. φρ. «καταβρέχω σιγᾷ» — επικαλύπτω με σιωπή («καύχημα κατάβρεχε σιγᾷ», Πίνδ.).
Greek Monotonic
καταβρέχω: μέλ. -ξω — Παθ., αόρ. αʹ κατεβρέχθην· καταβρέχω, μουσκεύω, νοτίζω· μεταφ., μέλιτι καταβρέχειν, σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
καταβρέχω: μέλλ. -βρέξω: ― Μέσ., μέλλ. -βρέξομαι Ἱππ. 649. ― Παθ., ἀόρ. α΄ κατεβρέχθην Ἀριστοφ. Νεφ. 297· ἀόρ. β΄ κατεβράχην ᾰ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 17, 2. Καταβρέχω, ὡς καὶ νῦν, καταποτίζω, μὴ καταβρεχθῶ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· δρῦς ἐν ὕδατι καταβρεχομένη Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 4, 3· ― μεταφ., κάδοις Χίου με κατάβρεχε Ἡδύλος παρ’ Ἀθην. 473Α· μέλιτι καταβρέχειν, ὡς τὸ εὐλογίαις ῥαίνειν, Πινδ. Ο. 10 (11). 119· ἀλλ’ ὅμως καύχημα κατάβρεχε σιγᾷ ἐπικάλυπτε τῇ σιωπῇ, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 5 (4). 65· οὕτω, σιγᾷ βρέχεσθαι, σιγᾶν, σιωπᾶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 269.
Middle Liddell
fut. ξω Pass., aor1 κατεβρέχθην
to wet through, drench:—metaph., μέλιτι καταβρέχειν Pind.
Translations
inundate
Bulgarian: заливам, наводнявам; Catalan: inundar; Chinese Mandarin: 淹沒/淹没; Czech: zaplavit; Dutch: inunderen; Finnish: hukuttaa; French: inonder; Galician: asolagar, alagar, anegar, inundar; German: überfluten; Greek: κατακλύζω, πλημμυρίζω; Ancient Greek: ἀμφικλύζω, καταβρέχω, κατακλύζειν, κατακλύζω; Hindi: परिप्लावित; Ido: inundar; Italian: inondare; Maori: whakaparawhenua; Persian: غرقه کردن; Polish: zalać; Portuguese: inundar; Russian: заливать, залить, затоплять, затопить, наводнять, наводнить; Spanish: inundar; Swedish: översvämma; Turkish: sel basmak, su basmak; Welsh: gorlifo