καταγωγεῖον

Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

German (Pape)

[Seite 1344] s. καταγώγιον.

Greek Monolingual

καταγωγεῑον, τὸ (Α)
το καταγώγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αγωγεῖον (< ἀγωγεῖον < ἀγωγός), πρβλ. προσ-αγωγείον, υδρ-αγωγείον].