καταγωγεῖον
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
German (Pape)
[Seite 1344] s. καταγώγιον.
Greek Monolingual
καταγωγεῖον, τὸ (Α)
το καταγώγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αγωγεῖον (< ἀγωγεῖον < ἀγωγός), πρβλ. προσαγωγείον, υδραγωγείον].
Translations
lodging
Arabic: إِقَامَة; Belarusian: жыллё, начлег; Bulgarian: жилище; Chinese Mandarin: 住宿, 寄宿; Czech: ubytování, nocleh; Dutch: onderdak, logies; Finnish: majapaikka, majoitus; French: logement, hébergement; German: Unterkunft; Greek: κατάλυμα; Ancient Greek: αὔλισις, αὔλισμα, αὐλισμός, ἐνδημία, ἐπισταθμεία, ἐπισταθμία, καταγωγεῖον, καταγώγιον, κατακοίμησις, κατάλυμα, καταλυμάτιον, κατάλυσις, καταλυτήριον, ξενία, ξενοδοκεῖον, ξενοδοχεῖον, ξενοδόχημα, ξενόστασις, ξενών, στάσις; Hindi: आवास; Hungarian: szállás, szálláshely; Irish: lóistín; Italian: alloggio; Japanese: 宿泊; Korean: 숙박; Lao: ທີ່ພັກ; Macedonian: сместување; Manx: aaght; Persian: اسکان; Plautdietsch: Wonunk; Polish: kwatera, nocleg; Portuguese: alojamento; Quechua: tampu; Romanian: găzduire, camere de închiriat; Russian: жилище, жильё, ночлег; Serbo-Croatian Cyrillic: смјештај; Roman: smještaj; Slovak: ubytovanie, nocľah; Slovene: nastanitev; Spanish: alojamiento, hospedaje; Swedish: logi; Thai: ที่พัก; Ukrainian: житло, нічлі́г; Vietnamese: chỗ ở