(Α καταθορυβῶ, -έω)νεοελλ.δημιουργώ πολύ θόρυβο, χαλώ τον κόσμονεοελλ.-αρχ.κάνω κάποιον να ανησυχήσει, τον αναστατώνωαρχ.ζαλίζω κάποιον με τον θόρυβο, κάνω κάποιον να τά χάσει.