κατανομή

Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

ἡ,

   A pasture, προβάτων PIand.26.33 (i A.D.), cf. Sch.Ar. Av.769, Sch.S.Tr.13 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1366] ἡ, die Weide, Schol. Ar. Av. 769 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατανομή: ἡ, νομή, βοσκή, τόποι νομῆς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 769, κτλ.

Greek Monolingual

η (Α κατανομή) κατανέμω
νεοελλ.
το μοίρασμα, ο διαμερισμός («δίκαιη κατανομή του εθνικού προϊόντος»)
αρχ.
η νομή, η βοσκή.