κατασπιλώνω
Greek Monolingual
(Α κατασπιλῶ, -όω) κατάσπιλος
1. γεμίζω κάποιον κηλίδες, καταρρυπαίνω, καταλερώνω
2. καταντροπιάζω, ρεζιλεύω κάποιον.
(Α κατασπιλῶ, -όω) κατάσπιλος
1. γεμίζω κάποιον κηλίδες, καταρρυπαίνω, καταλερώνω
2. καταντροπιάζω, ρεζιλεύω κάποιον.