κατάσπιλος

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάσπῐλος Medium diacritics: κατάσπιλος Low diacritics: κατάσπιλος Capitals: ΚΑΤΑΣΠΙΛΟΣ
Transliteration A: katáspilos Transliteration B: kataspilos Transliteration C: kataspilos Beta Code: kata/spilos

English (LSJ)

κατάσπιλον, blemished, βοῦς Porph. Abst.4.7.

German (Pape)

[Seite 1380] befleckt, Porphyr.

Greek (Liddell-Scott)

κατάσπῐλος: -ον, σπίλων ἢ κηλίδων κατάπλεος, πλήρης, λίαν μεμολυσμένος, Πορφ. π. Ἀποχ. Ἐμψ. 4. 7.

Greek Monolingual

κατάσπιλος, -ον (Α)
γεμάτος κηλίδες, κηλιδωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -σπιλος (< σπίλος «κηλίδα»), πρβλ. άσπιλος, υπόσπιλος].