καταχρώζω

Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Greek (Liddell-Scott)

καταχρώζω: τῷ ἑπομένῳ.

French (Bailly abrégé)

c. καταχρώννυμι.
Étymologie: κατά, χρῴζω.

Greek Monolingual

καταχρώζω (AM)
άλλος τ. του καταχρώννυμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χρώζω «χρωματίζω»].