κατισχάνω
English (LSJ)
Ep. form of
A κατίσχω, κατὰ σὸν νόον ἴσχᾰνε Od.19.42.
German (Pape)
[Seite 1402] = κατέχω, nur in tmesi, κατὰ σὸν νόον ἴσχανε Od. 19, 42.
Greek (Liddell-Scott)
κατισχάνω: Ἐπικ. τύπος τοῦ κατίσχω = κατέχω, κατὰ σὸν νόον ἴσχᾰνε Ὀδ. Τ. 42.
Greek Monolingual
κατισχάνω (Α)
συγκρατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἰσχάνω «συγκρατώ, κατέχω»].