κατεπικύπτω

Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

   A bow down upon, LXX Es.15.10 (v.l. ἐπέκυψεν).

Greek (Liddell-Scott)

κατεπικύπτω: κύπτω ἐπί τινος, «σκύφτω», Ἑβδ. (Ἐσθ. ε΄, 1).

Greek Monolingual

κατεπικύπτω (Α)
σκύβω πάνω σε κάποιον («καὶ κατεπέκυψεν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τῆς ἄβρας τῆς προπορευομένης», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐπι-κύπτω «σκύβω πάνω σε κάτι»].