σκύβω

From LSJ

τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk

Source

Greek Monolingual

και σκύφτω και, λόγιος τ., σκύπτω Ν
1. κλίνω το κεφάλι ή και το σώμα προς τα εμπρός και κάτω, γέρνω, καμπουριάζω (α. «στα σπίτια σκύβει απάνω και βαραίνει το ασήμι του βλεφάρου της η εσπέρα», Καρυωτάκης
β. «ιδού ευλαβείς οι Έλληνες / σκύπτουσιν όλοι», Κάλβ.)
2. φρ. «σκύβω το κεφάλι»
α) κατεβάζω το κεφάλι από ντροπή
β) εγκαταλείπω την αντίσταση εναντίον κάποιου, παραδίδομαι ή υποτάσσομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έκυψα του κύπτω κατ' αναλογία προς τα έθλιψα: θλίβω, έτριψα: τρίβω, με ανάπτυξη προθετικού σ-. Κατ' άλλη άποψη, το ρ. σκύπτω < εισ-κύπτω με σίγηση του αρκτικού / i / (ει)].