κατεπικύπτω

From LSJ

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεπικύπτω Medium diacritics: κατεπικύπτω Low diacritics: κατεπικύπτω Capitals: ΚΑΤΕΠΙΚΥΠΤΩ
Transliteration A: katepikýptō Transliteration B: katepikyptō Transliteration C: katepikypto Beta Code: katepiku/ptw

English (LSJ)

bow down upon, LXX Es.15.10 (v.l. ἐπέκυψεν).

Greek (Liddell-Scott)

κατεπικύπτω: κύπτω ἐπί τινος, «σκύφτω», Ἑβδ. (Ἐσθ. ε΄, 1).

Greek Monolingual

κατεπικύπτω (Α)
σκύβω πάνω σε κάποιον («καὶ κατεπέκυψεν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τῆς ἄβρας τῆς προπορευομένης», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐπι-κύπτω «σκύβω πάνω σε κάτι»].