κατασπασμικός

Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

ή, όν, of a drug,

   A curing κατασπασμός, POxy. 1088.68 (i A.D.).

Greek Monolingual

κατασπασμικός, -ή, -όν (Α) κατασπασμός
(για φάρμακα) αυτός που συντελεί στη θεραπεία κατασπασμών.