κατασπασμικός

From LSJ

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασπασμικός Medium diacritics: κατασπασμικός Low diacritics: κατασπασμικός Capitals: ΚΑΤΑΣΠΑΣΜΙΚΟΣ
Transliteration A: kataspasmikós Transliteration B: kataspasmikos Transliteration C: kataspasmikos Beta Code: kataspasmiko/s

English (LSJ)

κατασπασμική, κατασπασμικόν, of a drug, curing depression (κατασπασμός), POxy. 1088.68 (i A.D.).

Greek Monolingual

κατασπασμικός, -ή, -όν (Α) κατασπασμός
(για φάρμακα) αυτός που συντελεί στη θεραπεία κατασπασμών.