κεγχρίς

Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A = κέρχνη (q.v.).    b a small millet-eating bird, ortolan or bunting, Ael.NA13.25.    2 masc., = κεγχρίας II (q.v.), Lucan.9.712, Plin.HN20.245.    II = κέγχρος 1, Hp.Nat.Mul.32.

German (Pape)

[Seite 1410] ίδος, ἡ, 1) = κεγχριδίας, Schlange, VLL. – 2) eine Falkenart u. ein anderer kleiner Vogel, der sich von Hirse nährt, Arist. H. A. 2, 17. 6, 1 gen. anim. 3, 1 u. Ael. H. A. 13, 25. S. κέρχνη. – 3) = κέγχρος, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

κεγχρίς: -ίδος, ἡ, = κέρχνη, κερχνῄς, ἴδε ἐν λέξ. κέρχνη.
2) = κεγχρίας ΙΙ, ὃ ἴδε. ΙΙ. = κέγχρος, Ἱππ. 572. 39.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
petit oiseau qui se nourrit de millet.
Étymologie: κέγχρος.

Greek Monolingual

κεγχρίς, -ίδος, ἡ (Α) κέγχρος
1. κέρχνη
2. είδος πτηνού που τρώει σπόρους σύκου
3. κεχρί
4. είδος φιδιού, κεγχρίας.