κεχρί

From LSJ

Φιλόπονος ἴσθι καὶ βίον κτήσῃ καλόν → Si non laboris te piget, vives bene → Sei arbeitsam, dann hast du reichlich Lebensgut

Menander, Monostichoi, 527

Greek Monolingual

το (Μ κεχρί[ν] και κενχρίον) γενική ονομασία διαφόρων ειδών ποωδών φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια τών αγρωστωδών και τα οποία παράγουν μικρά εδώδιμα σπέρματα και χρησιμοποιούνται ως τροφή του ανθρώπου ή ως ζωοτροφή
νεοελλ.
φρ. «ο νους του στο κεχρί» — για όσους σκέπτονται διαρκώς ό,τι τους ευχαριστεί και που κατά κανόνα είναι κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος (με απλοποίηση του συμπλέγματος -γχ-)].