καφενόβιος
Greek Monolingual
ο
αυτός που περνά το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας στα καφενεία, ο αργόσχολος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καφενές + -βιος (< βίος), πρβλ. νυκτό-βιος, ταβερνό-βιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ].
ο
αυτός που περνά το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας στα καφενεία, ο αργόσχολος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καφενές + -βιος (< βίος), πρβλ. νυκτό-βιος, ταβερνό-βιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ].