καφενές

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source

Greek Monolingual

ο
καφενείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kahve-hane (kahve «καφές + hane «σπίτι»). Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στον Αδάμ. Κοραή].