κέντο

Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

Dor.for κέλετο, Alcm.141.

German (Pape)

[Seite 1418] = κέλετο, Alcman.

Greek (Liddell-Scott)

κέντο: Δωρ. ἀντὶ κέλετο, πρβλ. γέντο, ἦνθον, Ἀλκμὰν 117.

Greek Monolingual

παραδοσιακή ιαπωνική τεχνική ξιφομαχίας με ξύλινα ξίφη που έχει την προέλευσή της στις μεθόδους με τις οποίες αγωνίζονταν οι σαμουράι.