σαμουράι

From LSJ

Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick

Menander, Monostichoi, 263

Greek Monolingual

ο, Ν
συν. στον πληθ. οι σαμουράι
ονομασία ευγενών που ανήκαν στην παλαιά φεουδαρχική τάξη, στην Ιαπωνία, και οι οποίοι σταδιακά μετατράπηκαν σε στρατιωτική κάστα με ιδιαίτερα προνόμια, η οποία καταργήθηκε όμως το 1871.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ιαπ. προέλευσης].