κέντο
From LSJ
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
English (LSJ)
Dor. for κέλετο, Alcm.141.
German (Pape)
[Seite 1418] = κέλετο, Alcman.
Greek (Liddell-Scott)
κέντο: Δωρ. ἀντὶ κέλετο, πρβλ. γέντο, ἦνθον, Ἀλκμὰν 117.
Greek Monolingual
παραδοσιακή ιαπωνική τεχνική ξιφομαχίας με ξύλινα ξίφη που έχει την προέλευσή της στις μεθόδους με τις οποίες αγωνίζονταν οι σαμουράι.