κεντρομυρσίνη
English (LSJ)
ἡ,
A = ὀξυμυρς-, butchers'broom, Ruscus aculeatus, Thphr.HP3.17.4, Gp.10.3.7.
German (Pape)
[Seite 1418] ἡ, Stachelmyrte, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κεντρομυρσίνη: ἡ, = ὀξυμυρσ-, ἀγρία μυρσίνη, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 17, 4.
Greek Monolingual
κεντρομυρσίνη, ἡ (Α)
η άγρια μυρσίνη, αλλ. οξυμυρσίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον «αγκάθι» + μυρσίνη.