αγκάθι
From LSJ
Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
Greek Monolingual
το
1. λεπτή και μυτερή εκβλάστηση φυτών, αγκίδα
2. κάθε αγκαθωτό φυτό
3. η κάθε είδους αιχμηρή απόληξη
4. ενόχληση, στενοχώρια
5. φρ. «κάθομαι στ’ αγκάθια», ανησυχώ, περιμένω με αγωνία, δεν μέ χωράει ο τόπος
«πού πας ξυπόλητος στ’ αγκάθια;», γιατί εκτίθεσαι σε κίνδυνο χωρίς προφυλάξεις ή χωρίς τα κατάλληλα εφόδια;
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μσν. ἀκάνθιν < αρχ. ἀκάνθιον < ἄκανθα.
ΠΑΡ. αγκαθένιος, αγκαθερός, αγκάθια, αγκαθιάζω, αγκαθιάρικος, αγκαθίζω, αγκάθινος, αγκαθίστρα, αγκαθίτης, αγκαθιώνας, αγκαθοκόπος, αγκαθούλα, αγκαθώνω, αγκαθωτός κ.ά.].