κεραυνομάχης

Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

[ᾰ], ου, Dor. -χᾱς, ὁ,

   A fighting with thunder, AP12.110 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 1423] ὁ, mit dem Blitz od. dem Donnerkeile kämpfend, Mel. 38 (XII, 110).

Greek (Liddell-Scott)

κεραυνομάχης: ὁ, ὁ διὰ τοῦ κεραυνοῦ μαχόμενος, Ἀνθ. Π. 12. 110.

Greek Monolingual

κεραυνομάχης, -ου, δωρ. τ. κεραυνομάχας, ὁ (Α)
αυτός που μάχεται με κεραυνούς, αυτός που έχει ως όπλο του τον κεραυνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -μάχης (< μάχη), πρβλ. λεοντο-μάχης, οπλο-μάχης].