κεφαλοκλάστης

Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ου, ὁ, a surgical instrument, Hermes 38.284.

Greek Monolingual

κεφαλοκλάστης, ο (Α)
επιγρ. χειρουργικό εργαλείο για σπάσιμο κεφαλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -κλάστης (< κλάστης < κλώ «σπάω»), πρβλ. ανδρο-κλάστης, οστο-κλάστης.