κηραμύντης

Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ου, ὁ, ἀμύνω)

   A averter of evil, epith. of Heracles, Lyc. 663.

German (Pape)

[Seite 1433] ὁ, Unglücksabwender, Lycophr. 663.

Greek (Liddell-Scott)

κηρᾰμύντης: -ου, ὁ, (ἀμύνω) ὁ ἀποτρέπων τὸ κακόν, Λυκόφρ. 663.

Greek Monolingual

κηραμύντης, ὁ (Α)
(επίθ. του Ηρακλή) αυτός που αποτρέπει το κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήρ (I) + αμύντης (< άμννω «υπερασπίζομαι»)].