κηρεσσιφόρητος

Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ον,

   A urged on by the Κῆρες, ἐξελάαν . . κύνας κηρεσσιφορήτους Il.8.527.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
apporté par les génies de la mort.
Étymologie: κήρ, φορέω.

English (Autenrieth)

borne on by their fates to death, Il. 8.527†.

Greek Monolingual

κηρεσσιφόρητος, -ον (Α)
αυτός που φέρνουν οι Κήρεςἐξελάαν ἐνθένδε κύνας κηρεσσιφορήτους», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήρεσσι, επικ. δοτ. πληθ. του κήρ (I) + -φόρητος (< φορῶ), πρβλ. ναυσι-φόρητος, ποταμο-φόρητος].