κιναιδίζω

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

   A practise unnatural vice, Antioch.Astr.in Cat.Cod.Astr.7.113.

Greek Monolingual

κιναιδίζω (Α) κίναιδος
(ενεργ. και μέσ.) είμαι κίναιδος, ενεργώ και συμπεριφέρομαι ως κίναιδος.