κιναιδίζω
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
Full diacritics: κῐναιδίζω | Medium diacritics: κιναιδίζω | Low diacritics: κιναιδίζω | Capitals: ΚΙΝΑΙΔΙΖΩ |
Transliteration A: kinaidízō | Transliteration B: kinaidizō | Transliteration C: kinaidizo | Beta Code: kinaidi/zw |
practise unnatural vice, Antioch.Astr.in Cat.Cod.Astr.7.113.
κιναιδίζω (Α) κίναιδος
(ενεργ. και μέσ.) είμαι κίναιδος, ενεργώ και συμπεριφέρομαι ως κίναιδος.