κισσοποίητος

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ον,

   A made of ivy, δούρατα Luc.Bacch.1.

German (Pape)

[Seite 1443] von Epheu gemacht, δόρατα κιττοπ. Luc. Bacch. 1.

Greek (Liddell-Scott)

κισσοποίητος: -ον, πεποιημένος ἐκ κισσοῦ, δούρατα Λουκ. Διόνυσ. 1.

Greek Monolingual

κισσοποίητος, αττ. τ. κιττοποίητος, -ον (Α)
κατασκευασμένος από ξύλο κισσού («δούρατα κιττοποίητα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -ποίητος (< ποιῶ)].