κλεψίτυπος

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
(για βιβλία, συγγράμματα) αυτός που προέρχεται από κλεψιτυπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- (< κλέπτω) + -τυπος (< τύπος), πρβλ. κακ-έκ-τυπος, χαλκό-τυπος. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870].