κλεψιτυπία

From LSJ

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source

Greek Monolingual

η
η παράνομη, χωρίς γνώση του συγγραφέα ή του εκδότη, ανατύπωση και θέση σε κυκλοφορία ενός πνευματικού έργου, προς όφελος αυτού που ενεργεί την πράξη αυτή, τυποκλοπία, λαθραία ανατύπωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψίτυπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Στέφανο Ξένο].