κλισιοσκόπιο

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
μικρό όργανο προσαρμοσμένο στην κάννη πυροβόλων όπλων το οποίο διευκολύνει την καλύτερη σκόπευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίσις + συνδετικό φωνήεν -ο- + -σκόπιον (< σκοπός). Απόδοση στην ελλ. του γαλλ. hausse. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Κανονισμό ασκήσεων πεζικού].