σκόπευση

From LSJ

οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength

Source

Greek Monolingual

η / σκόπευσις, -εύσεως, ΝΑ σκοπεύω
νεοελλ.
1. κατεύθυνση της βολής σε έναν στόχο, σημάδεμα
2. διόπτευση ενός σημείου με όπλο ή με οπτικό όργανο
3. στρ. διαδικασία που συνίσταται στην πρόσδοση σε κάννη πυροβόλου όπλου της επιθυμητής διεύθυνσης και ύψωσης, ώστε το βλήμα του να πλήξει τον στόχο
4. (τοπογρ.-φωτογρ.) κατεύθυνση του οπτικού άξονα της διόπτρας ή της εικονοληπτικής συσκευής προς τον στόχο
5. φρ. α) «σκόπευση κατά διεύθυνση» ή «σκόπευση κατ' αζιμούθιο»
στρ. η πρόσδοση στην κάννη πυροβόλου όπλου της επιθυμητής διεύθυνσης ώστε το βλήμα του να κατευθυνθεί προς τον στόχο
β) «σκόπευση καθ' ύψος»
στρ. η πρόσδοση στην κάννη πυροβόλου όπλου της επιθυμητής ύψωσης ώστε το βλήμα του να φθάσει στον στόχο
γ) «άμεση σκόπευση»
στρ. σκόπευση προς έναν στόχο ορατό
δ) «έμμεση σκόπευση»
στρ. σκόπευση προς μη ορατό στόχο
αρχ.
προσεκτική παρατήρηση, κατόπτευση.