κλιτικός

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ή, όν,

   A inflexional, τὸ κ. μέρος A.D.Synt.180.10; κ. ἔκτασις temporal augment, Choerob. in Theod. 2.81, EM295.14.

German (Pape)

[Seite 1455] zur grammatischen Abwandlung eines Wortes, zur Deklination und Conjugation gehörig, E. M. u. Apoll. Dysc.

Greek (Liddell-Scott)

κλῐτικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὴν κλίσιν ἢ τὸν σχηματισμόν, κλ. ἔκτασις, ἡ χρονικὴ αὔξησις, κλιτικὴ ἔκτασις Ἐτυμ. Μέγ. 295. 14.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κλιτικός, -ή, -όν) κλίνω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κλίση τών κλιτών μερών του λόγου («εἰς τὸ κλιτικὸν μέρος», Απολλ. Δύσκ.)
νεοελλ.
φρ. «κλιτικές γλώσσες»
γλωσσ. παλαιότερος όρος για τις κλιτές γλώσσες.